- αναφορέας
- ο (Α ἀναφορεύς)1. ξύλινος κοντός για τη μεταφορά βαρών που αναρτώνται στο μέσον του και που οι δύο του άκρες στηρίζονται στους ώμους δύο ατόμων, αλλιώς μανέλανεοελλ.αναβατήρας, εξωτερικό σιδερένιο σκαλοπάτι σε βαγόνι τραίνου ή αμάξι, μαρσπιέαρχ.λουρί με το οποίο κρατιέται ξίφος ή ασπίδα.
Dictionary of Greek. 2013.